κατατείνω

κατατείνω
(Α κατατείνω)
1. εκτείνω, τεντώνω κάτι πολύ ή προς τα κάτω
2. ρέπω προς κάτι, κατευθύνομαι, αποκλίνω, έχω τάση να φθάσω κάπου, αποβλέπω
αρχ.
1. σύρω, έλκω κάτι με δύναμη («κατὰ δ' ἡνία τεῑνεν ὁπίσσω», Ομ. Ιλ.)
2. (για εξαρθρωμένα οστά) εκτείνω για ανάταξη
3. βασανίζω, ταλαιπωρώ, καταπονώ
4. (για λόγο) επιμηκύνω
5. ξαπλώνω κάτι καταγής, καταρρίπτω
6. εντείνω, βάζω σε ενέργεια κάτι
7. αναθέτω σε κάποιον κουραστική εργασία
8. εκτείνομαι, φθάνω, εξαπλώνομαι ώς κάποιο σημείο («γῆ κατατείνουσα τὰ μὲν πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην», Ηρόδ.)
9. αγωνίζομαι, προσπαθώ, καταγίνομαι ζωηρά με κάτι
10. (για ορμές, πάθη) είμαι ορμητικός, είμαι σε ένταση
11. (η μτχ. ενεργ. αορ. επιρρμ.) κατατείνας, -ασα, -αν
με όλες τις δυνάμεις, σθεναρώς
12. παθ. κατατείνομαι
α) τεντώνομαι κατευθείαν
β) είμαι δεμένος σφιχτά
γ) εκτείνομαι, είμαι ξαπλωμένος πάνω σε κάποια έκταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατατείνω — stretch aor subj act 1st sg κατατείνω stretch pres subj act 1st sg κατατείνω stretch pres ind act 1st sg κατατείνω stretch aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατείνω — κατέτεινα και κατάτεινα, κλίνω, αποβλέπω, έχω τάση να φτάσω κάπου: Όλες οι ενέργειές του κατατείνουν σ ένα σκοπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατατείνῃ — κατατείνω stretch aor subj mid 2nd sg κατατείνω stretch aor subj act 3rd sg κατατείνω stretch pres subj mp 2nd sg κατατείνω stretch pres ind mp 2nd sg κατατείνω stretch pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεινόμεθα — κατατείνω stretch aor subj mid 1st pl (epic) κατατείνω stretch pres ind mp 1st pl κατατείνω stretch imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεταμένα — κατατείνω stretch perf part mp neut nom/voc/acc pl κατατεταμένᾱ , κατατείνω stretch perf part mp fem nom/voc/acc dual κατατεταμένᾱ , κατατείνω stretch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατείνει — κατατείνω stretch aor subj act 3rd sg (epic) κατατείνω stretch pres ind mp 2nd sg κατατείνω stretch pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατείνομεν — κατατείνω stretch aor subj act 1st pl (epic) κατατείνω stretch pres ind act 1st pl κατατείνω stretch imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατείνουσι — κατατείνω stretch aor subj act 3rd pl (epic) κατατείνω stretch pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατείνω stretch pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατείνουσιν — κατατείνω stretch aor subj act 3rd pl (epic) κατατείνω stretch pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατείνω stretch pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάτεινε — κατατείνω stretch pres imperat act 2nd sg κατατείνω stretch aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κατατείνω stretch imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”